νυχτερεύω

νυχτερεύω
περνώ τη νύχτα άγρυπνος για λόγους εργασίας ή άλλης απασχόλησης, κάνω νυχτέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυχτερεύω — και νυκτερεύω (ΑΜ νυκτερεύω) περνώ τη νύχτα άγρυπνος επειδή εργάζομαι ή επειδή ασχολούμαι με κάτι, ξενυχτώ («βουλόμεθα καὶ δειπνῆσαι καὶ νυκτερεῡσαι», Ξεν.) νεοελλ. εργάζομαι κατά τη νύχτα («στού Παρνασσού τη ρίζα πόσοι νυκτερεύουν», Παλαμ.).… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερεύω — (ΑΜ νυκτερεύω) βλ. νυχτερευω …   Dictionary of Greek

  • νυχτέρεμα — το [νυχτερεύω] νυχτέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”